- στεναξιά
- η, Νστεναγμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέναξα, αόρ. τού στενάζω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεναξιά — η στεναγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεναξιάρης — α, ικο, Ν [στεναξιά] αυτός που συνεχώς στενάζει … Dictionary of Greek